γνώθω

γνώθω
(Μ γνώθω)
νιώθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. έγνωσα του ρ. γιγνώσκω* κατά το σχήμα έκλωσα-κλώθω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άγνωθος — η, ο [γνώθω] 1. αμαθής 2. ανόητος 3. επιρρ. άγνωθα α) από άγνοια β) ανόητα, άκριτα …   Dictionary of Greek

  • κακογνώθω — και κακονώθω βάζω κακό με τον νου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γνώθω «νιώθω»] …   Dictionary of Greek

  • μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… …   Dictionary of Greek

  • νεφίλη — η ζωολ. γένος αραχνιδίων αρθροπόδων τής οικογένειας argiopidae, που απαντά στις τροπικές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephila (< νέω (ΙΙ) «κλώθω, γνώθω» + φιλα < φίλος)] …   Dictionary of Greek

  • νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”